βελτίων — ον βελτίων, ον (AM) (συγκρ. του αγαθός*) καλύτερος, προτιμότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος] … Dictionary of Greek
βελτίων — βελτί̱ων , βελτίων better masc/fem nom comp sg βελτιόω improue imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βελτιόω improue imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτερος — βέλτερος, α, ον (ποιητ.) (Α) συγκρ. του αγαθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός* υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν… … Dictionary of Greek
βελτίον' — βελτί̱ονα , βελτίων better neut nom/voc/acc comp pl βελτί̱ονα , βελτίων better masc/fem acc comp sg βελτί̱ονι , βελτίων better dat comp sg βελτί̱ονε , βελτίων better nom/voc/acc comp dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίω — βελτί̱ω , βελτίων better neut acc comp pl βελτί̱ω , βελτίων better neut nom comp pl βελτί̱ω , βελτίων better masc/fem acc comp sg βελτιόω improue pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βελτιόω improue imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιος — βέλτιος, α, ον (Μ) βελτίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του βελτίων] … Dictionary of Greek
βελτιοδοξία — η φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος γίνεται ή μπορεί να γίνει καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελτίων + δοξία < δοξος < δόξα. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. meliorism < λατ. melior «βελτίων»)] … Dictionary of Greek
βελτίονα — βελτί̱ονα , βελτίων better neut nom/voc/acc comp pl βελτί̱ονα , βελτίων better masc/fem acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίους — βελτί̱ους , βελτίων better masc/fem nom/acc comp pl βελτί̱ους , βελτίων better masc/fem acc pl βελτιόω improue imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιον — βέλτῑον , βελτίων better masc/fem voc comp sg βέλτῑον , βελτίων better neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)